-
1 ἡμέρα
ἡμέρα, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] ἡμέρη IG12(5).1 ([place name] Ios), [dialect] Dor. [full] ἀμέρα ib.5(1).213.43,al., 1390.109, 1432.25, Test.Epict.4.12, Michel995A 32, etc., [dialect] Locr. [full] ἀμάρα IG9(1).334.42 (aspirated perh. only in [dialect] Att. and West [dialect] Ion., cf.Aἐπάμερος Pi.
, etc.,αὐθημερόν IG7.235.18
([place name] Oropus), etc.; usu. unaspirated in early [dialect] Att. Inscrr., IG12.49.6, al.; aspirated in codd. even in dialects: original ἀμέρα prob. took aspirate from ἑσπέρα): ἡ:— day, less freq. than ἦμαρ in Hom.,ἡ. ἥδε κακὸν φέρει Il.8.541
, 13.828; τίς νύ μοι ἡ. ἥδε; Od.24.514; νύκτες τε καὶ ἡ. 14.93; μῆνές τε καὶ ἡ. ib. 293;νοῦσοι ἐφ' ἡμέρῃ αἳ δ' ἐπὶ νυκτί Hes.Op. 102
; ἡ σήμερον ἡ., v. σήμερον· ἅμα ἡμέρᾳ or ἅμα τῇ ἡμέρᾳ at daybreak, X.An.6.3.6, Aeschin.3.76;ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86
; ἡ. διέλαμψεν, ἐξέλαμψεν, ὑπέφαινε, Ar.Pl. 744, Pax 304, X.Cyr.4.5.14; τῆς ἡ. ὀψέ late in the day, Id.HG2.1.23.2 sts. like [dialect] Ep. ἦμαρ, with Adjs. to describe a state or time of life, ἐπίπονος ἁ. a life of misery, S.Tr. 654 (lyr.); λυπρὰν ἄγειν ἡ. E. Hec. 364; ἐχθρὰ ἡ. Id.Ph. 540; παλαιὰ ἁ. old age, S.Aj. 623 (but θεία ἡ. Id.Fr. 950 is dub. l.); τερμία ἁ. Id.Ant. 1330 (lyr.); αἱ μακραὶ ἁμέραι length of days, Id.OC 1216(lyr.); νέα ἁ. youth, E. Ion 720(lyr.); so τῇ πρώτῃ ἡ. Arist.Rh. 1389a24; ἐπὶ τῇ τελευταίᾳ ἡ. at the close of life, ib. 1389b33, cf. S.OT 1529; ζοὴν βλέπουσιν ἡ. look life-like, Herod.4.68.3 poet. for time,ἡ. κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια S.Aj. 131
;ἐς τόδ' ἡμέρας Id.OC 1138
: pl., ἐν ἡμέραις τινός in the days of.., LXX 1 Ch.4.41, etc.; ἡ. ἀρχαῖαι ib.Ps.142(143).5.5 a fixed day, τακτὴ ἡ. Act.Ap.12.21; ῥητὴ ἡ. Luc.Alex.19;ἡ. ἔστησαν ἀρχαιρεσιῶν D.H.6.48
, cf. Act.Ap.17.31;ἡ. Κυρίου LXXJl.2.1
, cf. 2 Ep.Pet.3.12, etc.;ἡ. κρίσεως Ev.Matt.10.15
: so abs., ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας a human tribunal, 1 Ep.Cor.4.3;ἡμέραι καὶ ἀγῶνες Jahresh.23
Beibl.93 (Pamphyl.).6 in pl., age, προβεβηκὼς ἐν ταῖς ἡ. Ev.Luc.1.7, cf. LXXGe.47.8, etc.II abs. usages,1 gen., τριῶν ἡμερέων within three days, Hdt.2.115, cf. Th.7.3; ἡμερῶν ὀλίγων within a few days, Id.4.26, etc.; ἄλλης ἡ. another day, S.El. 698; τῆς αὐτῆς ἡ. Isoc.4.87;μιᾶς ἀμέρας IG5(1).213.43
(Sparta, V B.C.); ἡμέρας by day, opp. νυκτός, S.Fr.65;οὔθ' ἡμέρας οὔτε νυκτός Pl.Phdr. 240c
; τοὺς.. τῆς ἡ. ἄρτους δ ¯ daily, UPZ 47.21 (ii B.C.); δὶς τῆς ἡμέρης ἑκάστης twice every day, Hdt.2.37; δίς τῆς ἡ. Pl.Com.207; πεντάκις τῆς ἡ. Men.326; κατεσθίω.. τῆς ἡ. πένθ' ἡμιμέδιμνα five every day, Pherecr.1.2 dat., τῇδε θἠμέρᾳ,= σήμερον, (S.OT 1283; .3 acc., πᾶσαν ἡ. any day, i.e. soon, Hdt.1.111, 7.203; τὴν μὲν αὐτίχ' ἡ. S.OC 433; ὅλην τὴν ἡ. Eup.233; τρίτην ἡ. ἥκων two days after one's arrival, Th.8.23;οὐδεμίαν ἡ. ὑπεύθυνος εἶναί φημι D.18.112
; πέντε ἡμέρας during five days, Th.8.103; τὰς ἡ. in the daytime, X.Cyr.1.3.12; τὴν ἡ. daily, LXXEx. 29.38.III with Preps., μίαν ἀν' ἁμέραν on one day, Pi.O.9.85; ἀνὰ πᾶσαν ἡ. every day, Hdt.7.198; ἀφ' ἡμέρας τῆς νῦν from this day, S.OT 351; but ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ from early in the day, Plb.8.25.11: δι' ἡμέρης, [dialect] Att. - ρας, the whole day long, Hdt.1.97, 2.173, Pherecr.64, Ar.Ra. 260(lyr.); διὰ τρίτης ἡ. every other day, Hdt. 2.37; διὰ πολλῶν ἡ. at a distance of many days, Th.2.29;δι' ἡμερῶν τινων Thphr.HP4.3.6
; εἰσ ἡμέραν yearly, LXXJd.17.10; ἐν ἡμέρῃ in a single day, Hdt.1.126, cf. Men.Pk. 377;ἐνἡ. μιᾷ S.OT 615
; τῇδ' ἐν ἡ. Id.OC 1612; ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡ. Ev.Jo.14.20; ἐν ἑστέραισιν ἡ. A.Ag. 1666; ἐν ὀκτὼ ἡ. Lys.20.10; but ἐν τρισὶν ἡ. within three days, Ev.Jo.2.19; ἐξ ἡμέρας by day, οὔτε νυκτὸς οὔτ' ἐξ ἡ. S.El. 780; ἡμέραν ἐξ ἡμέρας day after day, Henioch.5.13, LXXGe.39.10, 2 Ep.Pet.2.8 (butἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας LXX 2 Ch.21.15
); ἐπ' ἡμέρην ἔχειν, ἐφ' -ραν χρῆσθαι, sufficient for the day, Hdt.1.32, Th.4.69;τὸ γὰρ βρότειον σπέρμ' ἐφ' ἡ. φρονεῖ A. Fr. 399
;τῆς ἐφ' ἡ. βορᾶς E.El. 429
; but τοὐφ' ἡμέραν day by day, Id.Cyc. 336: c. dat., ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ (v.l. -ρης -της ) every day, Hdt.5.117;ὁ ἥλιος νέος ἐφ' ἡμέρῃ Heraclit.6
; καθ' ἡμέραν by day, A.Ch. 818 (lyr.); καθ' ἡ. τὴν νῦν to-day, S.OC3, Aj. 801; but καθ' ἡ. commonly means day by day, IG12.84.40, etc.; καθ' ἡ. ἀεί [S.]Fr.1120.4: with Art.,τὸν καθ' ἡ. βίον Id.OC 1364
;ἡ καθ' ἡ. ἀναγκαία τροφή Th.1.2
;τὰ καθ' ἡ. ἐπιτηδεύματα Id.2.37
;τὸ καθ' ἡ. ἀδεές Id.3.37
, etc.; τὸ καθ' ἡ. every day, Ar.Eq. 1126 (lyr.), etc.; alsoτὰ καθ' ἑκάστην τὴν ἡ. ἐπιτηδεύματα Isoc.4.78
; μετ' ἡμέρην in broad daylight, opp. νυκτός, Hdt.2.150, cf. Ar.Pl. 930; opp. νύκτωρ, Aeschin.3.77; μεθ' ἡμέρας some days after, LXXJd.15.1; ἡμέρα παρ' ἡμέραν γιγνομένη day following on day, Antipho 5.72; but παρ' ἡμέραν every other day, Dsc.3.137, Luc.DDeor.24.2;παρ' ἡ. ἄρχειν Plu.Fab.15
;καθ' ἡμέραν εἰώθειν ὀργίζεσθαι, νῦν παρ' ἡμέραν, εἶτα παρὰ δύο, εἶτα παρὰ τρεῖς Arr.Epict.2.18.13
; πρὸ ἡμέρας before day-break, Diph.22; but πρὸ ἀμερᾶν δέκα ἤ κα μέλλωντι ἀναγινώσκεν GDI5040.42 ([place name] Crete); (Thisbe, ii B.C.); γίγνεται, ἔστι πρὸς ἡμέραν, towards day, near day, X.HG2.4.6, Lys.1.14; also, for the day, daily, Charito 4.2.IV as pr. n., the goddess of day, Hes.Th. 124.2 v. ἥμερος 11.
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek